- αιματούσα
- η [αίμα]1. λέγεται για τη γυναίκα που συνήθως έχει άφθονη ρύση έμμηνου αίματος (αλλ. αιματορροούσα*)2. αιματώδες στίγμα τού προσώπου3. (στην Κύπρο) (ως επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που θεραπεύει τις γυναίκες που έχουν προβλήματα υγείας με την έμμηνο ρύση.
Dictionary of Greek. 2013.